- οἶις
- οἶις, ιδος, ἡ, poet. for ὄϊς,A sheep, Theoc.1.9 (in acc. sg. οἴιδα, but οἰίδα 'sheepskin' [cj. Ahrens] is prob.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οίις — οἶις, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. όις … Dictionary of Greek
όις — ὄϊς, ϊος και οἶς, κρητικός τ. οις και, ποιητ. τ. οἶις, ὁ, ἡ (Α) πρόβατο («ὥς τ ὄϊες... ἐν αὐλῇ μυρίαι ἐστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄ(F)is ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *oui s «πρόβατο» και συνδέεται με αρχ. ινδ. avih, λατ.… … Dictionary of Greek
οἰί — ὄις sheep masc/fem dat sg (attic epic) οἶις sheep fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)